- ἀθόλωτον
- ἀθόλωτοςuntroubledmasc/fem acc sgἀθόλωτοςuntroubledneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
невъзмоущенъ — (1*) пр. Перен. Чистый, нетронутый: и ѥдинъ ѥдиномѹ ц(с)рю б҃ѹ ѹмъ невъзмѹщенъ предъставл˫аѧ. (ἀϑόλωτον) ЖФСт XII, 50 об. Ср. възмѹщенъ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ασκότωτος — (I) ἀσκότωτος, ον (Μ) ο λαμπρός, ο φωτεινός («ἡμέραν ἐλευθέραν, ἀσκότωτον, ἀθόλωτον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκοτώ ( όω) «συσκοτίζω» < σκότος]. (II) ἀσκότωτος, η, ο [σκοτώνω] αυτός που δεν έχει σκοτωθεί, που παραμένει ζωντανός … Dictionary of Greek